- αλκυονίδες
- (alcedinidae). Οικογένεια πουλιών της τάξης των κορακομόρφων. Είναι πουλιά μέτριου μεγέθους, με κοντό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και μακρύ, ίσιο ράμφος. Τα φτερά τους έχουν ζωηρά χρώματα με μεταλλικές ανταύγειες. Το μήκος τους κυμαίνεται από 12 έως 42 εκ. Τα πόδια τους, λεπτά και αδύνατα, δεν τους επιτρέπουν την εύκολη μετακίνηση στο έδαφος. Οι α. χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους αλιείς και στους θηρευτές. Οι αλιείς ζουν κοντά σε νερά (λίμνες, έλη, θάλασσα) και τρέφονται με ψάρια. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους στο βάθος οριζόντιων στοών μήκους 40-100 εκ., που σκάβουν στις όχθες του νερού. Γεννούν 2-7 αβγά πάνω σε στρώματα από κόκαλα και λέπια ψαριών. Οι θηρευτές έχουν μεγαλύτερο μήκος σώματος και ζουν στα όχι πυκνά δάση και στα λιβάδια της Αυστραλίας και Ινδομαλαισίας. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε κουφάλες δέντρων και τρέφονται με διάφορα έντομα και μικρά σπονδυλωτά.
Οι α. ζουν σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Στην Ασία και στην Ωκεανία, όμως, βρίσκονται τα περισσότερα από τα 19 γένη και τα 86 είδη της οικογένειας. Το είδος αλκυόνα ζει και στην Ελλάδα.
* * *οι (Α ἀλκυονίδες, αἱ) (ενν. ημέρες ή ἡμέραι)1. (κυριολ.) ημέρες καλοκαιρίας στην καρδιά τού χειμώνα2. μτφ. ευτυχισμένες, γαλήνιες ημέρες ανάμεσα σε δύσκολες και δυσάρεστες περιστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τής λ. ἀλκυονὶς* με χρήση επιθέτου].
Dictionary of Greek. 2013.